- μονομελής
- -ές (ΑΜ μονομελής, -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονομελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος: Μονομελές πρωτοδικείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
διοικητικός — ή, ό (AM διοικητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση ή στον διοικητή 2. ο ικανός, κατάλληλος να διοικεί νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. το διοικητικό η διοικητική ικανότητα II. (φρ) 1. «διοικητικές διαφορές» διαφορές ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… … Dictionary of Greek
μονόγυιος — μονόγυιος, ον (Α) μονομελής, μονοσκελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. λαχνό γυιος] … Dictionary of Greek